Massimo Volpe and Carlo Patrono,
Cardiology Department, Sapienza University of Rome, Sant’Andrea Hospital, Via di Grottarossa 1035-1039, Rome 00189, Italy; and
Department of Pharmacology, Catholic University School of Medicine, Largo Francesco Vito 1, Rome 00168, Italy
Παρά την καλά εδραιωμένη αποτελεσματικότητα των στατινών στα πλαίσια της δευτερογενούς πρόληψης μείζονων καρδιαγγειακών συμβαμάτων (MACE) από πληθώρα μελετών και μετα- αναλύσεων η θέση τους στην πρωτογενή πρόληψη παραμένει αμφιλεγόμενη κυρίως λόγω της μικρής επίπτωσης τέτοιων συμβαμάτων στον γενικό πληθυσμό.
Αυτή η μεγάλη ανασκόπηση ανέλυσε τα αποτελέσματα 62 τυχαιοποιημένων ελεγχόμενων μελετών (PCT’s ) σε ενήλικες χωρίς ιστορικό καρδιαγγειακής νόσου και συνέκρινε ασθενείς που λάμβαναν στατίνη με αυτούς που δεν λάμβαναν προκειμένου να σταθμίσουν τη σχέση κόστους -όφελους στην πρωτογενή πρόληψη, αξιολογώντας επιμέρους χαρακτηριστικά όπως ο τύπος και η δοσολογία των στατινών.
Το πρωτογενές αποτέλεσμα αφορούσε τις συνήθεις ανεπιθύμητες ενέργειες των στατινών στην καθημερινή κλινική πράξη ή σε μεγάλες μελέτες, όπως μυαλγίες με ή χωρίς την αύξηση της CPK, ηπατική δυσλειτουργία, έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας με ή χωρίς λευκωματουρία, ΣΔτ2 και οφθαλμικές παθήσεις. Το δευτερογενές αποτέλεσμα αφορούσε την αποτελεσματικότητα των στατινών στη μείωση του κινδύνου εμφάνισης εμφράγματος του μυοκαρδίου, αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδείου και του θανάτου από καρδιαγγειακή νόσο (MACE).
Από τα παραπάνω προέκυψε ότι η αύξηση του κινδύνου εμφάνισης ανεπιθύμητων ενεργειών δεν υπερτερούσε της μείωσης επίπτωσης μείζονων καρδιαγγειακών συμβαμάτων κατά την χορήγηση στατινών κυρίως στα πλαίσια δυσλιπιδαιμίας. Εκτιμάται ότι η χορήγηση στατινών προλαμβάνει ένα μεγάλο αριθμό εμφραγμάτων του μυοκαρδίου, αγγειακών εγκεφαλικών επεισοδίων και θανάτων με μία σχετικά μικρή αύξηση κινδύνου εμφάνισης ήπιων ανεπιθύμητων συμπτωμάτων από το μυοσκελετικό, ή πρόκληση ηπατικής και νεφρικής δυσλειτουργίας οι οποίες φαίνεται ότι δεν σχετίζονται με την δοσολογία της στατίνης υποστηρίζοντας την τρέχουσα σύσταση η αγωγή να επιλέγεται βάσει της αναμενόμενης αποτελεσματικότητας ως προς τον στόχο της LDL-C.
Η ανασκόπηση αυτή όμως περιέχει κάποιους σημαντικούς περιορισμούς ως προς την ερμηνεία των αποτελεσμάτων, όπως για παράδειγμα την χρήση συγκεντρωτικών δεδομένων που δεν λαμβάνουν υπόψιν ιδιαιτερότητες των συμμετεχόντων που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την επίδραση της αγωγής, τις ελλιπείς πληροφορίες για την έναρξη και την διάρκεια των ανεπιθύμητων ενεργειών, την σημαντική ετερογένεια στη μεθοδολογία των μελετών, τον αποκλεισμό από αυτές ατόμων με συνοσηρότητες όπως ΧΝΝ καθώς και το μεγάλο χρονικό διάστημα των μελετών, περίπου 30 έτη μέσα στο οποίο η θεώρηση τόσο των ανεπιθύμητων ενεργειών όσο και των καρδιαγγειακών συμβαμάτων έχει αλλάξει.
Συμπερασματικά η χρήση στατινών στα πλαίσια της πρωτογενούς πρόληψης καρδιαγγειακών συμβαμάτων θα μπορούσε να έχει θέση παρά την μέτρια αύξηση των ανεπιθύμητων ενεργειών εφόσον χορηγούνται στην κατάλληλη δοσολογία και υπάρχει συμμόρφωση των ασθενών με την αγωγή.