Αρχή / NEWSLETTER / Μελέτη DIETFITS

Μελέτη DIETFITS

Δίαιτα χαμηλών λιπαρών ή δίαιτα χαμηλών υδατανθράκων; Η επίδραση της δίαιτας χαμηλών λιπαρών και της δίαιτας χαμηλών υδατανθράκων διάρκειας 12 μηνών στο σωματικό βάρος υπέρβαρων ατόμων  και η συσχέτισης τους με τον γονότυπο και την έκκριση της ινσουλίνης.

Η τροποποίηση των διατροφικών συνηθειών παραμένει το κλειδί στην επιτυχή απώλεια βάρους. Ωστόσο δεν έχει ακόμη καθιερωθεί ένα ενιαίο διατροφικό μοντέλο για ολόκληρο τον πληθυσμό. Τελευταίες μελέτες δείχνουν πως ο γονότυπος και έκκριση της ινσουλίνης τροποποιούν την επίδραση των διατροφικών συνηθειών στην απώλεια βάρους.

Η μελέτη DIETFITS αποτελεί μια τυχαιοποιημένη κλινική μελέτη στην οποία συμπεριλήφθησαν 609 ενήλικες- ηλικίας 18 εως 50  ετών, χωρίς Σακχαρώδη Διαβήτη με Δείκτη Μάζας Σώματος μεταξύ 28-40 kg/m2. Σημειώνεται πως η εγγραφή στην μελέτη ορίστηκε από τις 29-1-2013 εως και τις 14-4-2015. Οι συμμετέχοντες τυχαιοποιήθηκαν σε 2 ομάδες: Η μία ομάδα περιελάμβανε άτομα που έλαβαν δίαιτα χαμηλών λιπαρών και η άλλη ομάδα περιελάμβανε άτομα τα οποία έλαβαν δίαιτα χαμηλών υδατανθράκων σε διάστημα 12 μηνών. Η μελέτη επίσης εξέτασε και 3 μονονουκλεοδιτικούς πολυμοφισμούς, οι οποίοι σχετίζονται με γονοτύπους συμβατούς με πρόσληψη τόσο υδατανθράκων όσο και λιπών. Ταυτόχρονα μελετήθηκε και η έκκριση ινσουλίνης( INS: 30 Συγκέντρωση ινσουλίνης αίματος 30 λεπτά μετά την χορήγηση γλυκόζης ). Στην παρούσα μελέτη εξετάστηκε η συσχέτιση μεταξύ απώλειας βάρους και των 3 ανωτέρω πολυμορφισμών-ινσουλινικής έκκρισης. Σημειώνεται πως και στις 2 ομάδες ( 305 ακολούθησαν δίαιτα χαμηλών λιπαρών και 304 ακολούθησαν δίαιτα χαμηλών υδατανθράκων) υπήρχε συμβουλευτική καθοδήγηση από ομάδα διαιτολόγων, οι οποίοι εκπαίδευσαν τους συμμετέχοντες, πραγματοποιώντας 22 συνολικά εκπαιδευτικά μαθήματα, προκειμένου να τηρηθούν τα ανωτέρω διαιτητικά πρότυπα το διάστημα των 12 μηνών. Το ποσοστό των μακροθρεπτικών συστατικών στους 12 μήνες ήταν στην ομάδα των υδατανθράκων έναντι της ομάδας των λιπών: 48% έναντι 30% για τους υδατάνθρακες, 29% έναντι 45% για το λίπος και 21% έναντι 23% για τις πρωτεΐνες. Κατά τη διάρκεια των 2 πρώτων μηνών της μελέτης, η ομάδα των χαμηλών λιπαρών κατανάλωνε 20 g λιπους/24ωρο και η ομάδα των χαμηλών υδατανθράκων κατανάλωνε 20 g υδατανθράκων/24ωρο. Με το πέρας των 2 μηνών οι συμμετέχοντες και των 2 ομάδων άρχισαν να αυξάνουν την κατανάλωση λίπους ή υδατανθράκων αντίστοιχα. Μέχρι τον 3ο μήνα η ομάδα των χαμηλών λιπαρών κατανάλωνε κατά μέσο όρο 42 gr/24ωρο λίπος και η ομάδα των χαμηλών υδατανθράκων κατανάλωνε κατά μέσο όρο 96.6 gr/24ωρο υδατάνθρακες. Είναι πιθανό κάποιοι από τους συμμετέχοντες στην ομάδα των χαμηλών υδατανθράκων να παρουσίασαν κέτωση κατά τη διάρκεια των πρώτων 2 μηνών λόγω της χαμηλής πρόσληψης υδατανθράκων. Σημειώνεται πως οι συμμετέχοντες στην ομάδα των χαμηλών υδατανθράκων ήταν σε θέση να επιτύχουν μειωμένη πρόσληψη σε όλη τη διάρκεια της μελέτης και μικρός αριθμός συμμετεχόντων ανέφερε κατανάλωση υδατανθράκων < 50 gr/24ωρο ( όριο για να εμφανισθεί κέτωση ). Όσον αφορά την πρόσληψη θερμίδων δεν εδόθησαν οδηγίες για τις 2 ομάδες, ωστόσο και 2 ομάδες ενθαρρύνθηκαν να καταναλώνουν λαχανικά, ελάχιστη πρόσληψη προστιθέμενων σακχάρων, επεξεργασμένων άλευρων και trans λιπαρών. Όλοι οι συμμετέχοντες υπεβλήθησαν σε έλεγχο για τον γονότυπο <<χαμηλής περιεκτικότητας υδατανθράκων>> και τον γονότυπο << χαμηλής περιεκτικότητας λιπών>>.

Σκοπός της μελέτης ήταν να ελέγχει την μεταβολή του σωματικού βάρους και την αλληλεπίδραση μεταξύ δίαιτας-γονοτύπου, δίαιτας-ινσουλινικής έκκρισης, και δίαιτας-απώλειας βάρους.

Σημειώνεται πως 481 συμμετέχοντες ολοκλήρωσαν την μελέτη, (ποσοστό απόσυρσης 21%). Δεν υπήρξαν σημαντικές διατροφικές διαφορές μεταξύ των 2 ομάδων πριν ξεκινήσουν οι διατροφικές παρεμβάσεις, ωστόσο υπήρξαν διαφορές στους 3,6,12 μήνες όσον αφορά την πρόσληψη υδατανθράκων, λιπών, πρωτεϊνών, φυτικών ινών και προστιθέμενων σακχάρων. Πρέπει να σημειωθεί πως μειώθηκε η πρόσληψη κορεσμένου λίπους στην ομάδα χαμηλών λιπών, ενώ ο γλυκαιμικός δείκτης ήταν χαμηλός στην ομάδα των ασθενών των χαμηλών υδατανθράκων. Όσον αφορά την μέση απώλεια βάρους στους 12 μήνες παρατηρήθηκε μείωση -5.3 kg (95% -5.9 kg- -4.7 kg) για την ομάδα των χαμηλών λιπαρών και -6 kg (95% -6.6 kg- – 5.4 kg ) για την ομάδα χαμηλών υδατανθράκων, δεν ήταν στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ των2 ομάδων. Και στις 2 ομάδες οι διαφορές στους γονοτύπους ή στην έκκριση ινσουλίνης δεν είχε επίπτωση στην μεταβολή σωματικού βάρους. Δηλαδή ο γονότυπος και η έκκριση ινσουλίνης δεν φαίνεται να προκαλούσαν προβλήματα στην μεταβολή του σωματικού βάρους τόσο στην ομάδα των χαμηλών λιπαρών όσο και στην ομάδα των χαμηλών υδατανθράκων. Σημειώνεται πως στους 12 μήνες, η LDL-C είχε μειωθεί στην ομάδα των χαμηλών λιπαρών κατά -2.12 mg/dl, ενώ είχε αυξηθεί κατά 3.62 mg/dl στην ομάδα των χαμηλών υδατανθράκων. Η HDL-C αυξήθηκε στην ομάδα των χαμηλών υδατανθράκων ( +9.64 mg/dl έναντι +0.40 mg/dl στην ομάδα των χαμηλών λιπαρών) και τα τριγλυκερίδια μειώθηκαν σημαντικά στην ομάδα των χαμηλών λιπαρών( -28.2 mg/dl έναντι -9.95 mg/dl στην ομάδα χαμηλών υδατανθράκων ). Τόσο ο βασικός μεταβολισμός όσο και ο συνολικός μεταβολισμός δεν διέφερε μεταξύ των δύο ομάδων.

Ένα από τα χαρακτηριστικά της μελέτης που θα πρέπει να τονισθεί είναι ότι οι μεταβολές στο σωματικό βάρος διέφεραν σημαντικά μεταξύ των συμμετεχόντων και στις 2 ομάδες  από -32 kg εως +11 kg. Ένα άλλο στοιχείο που θα πρέπει να τονιστεί είναι η αδυναμία πειθαρχίας στην τήρηση της δίαιτας . Αρχικά είχε δοθεί οδηγία να λαμβάνουν 20 gr υδατανθράκων/24ωρο και 20 gr λιπών/24ωρο για τους πρώτους 2 μήνες και εν συνεχεία να αυξήσουν την πρόσληψη λίπους ή υδατανθράκων σε τέτοια επίπεδα ώστε να διατηρήσουν την δίαιτα. Τελικά η μέση ημερήσια κατανάλωση λίπους ήταν 57 gr/24ωρο και η μέση ημερήσια κατανάλωση υδατανθράκων ήταν 132 gr /24ωρο.

Η μελέτη DIETFITS κατέδειξε πως η αναλογία λίπους ή υδατανθράκων δεν συμβάλει στην απώλεια βάρους, όταν η θερμιδική και πρωτεϊνική πρόσληψη είναι παρόμοια μεταξύ 2 ομάδων σε μια δεδομένη περίοδο διαιτητικής παρέμβασης.

JAMA. 2018;319(7):667-679. doi:10.1001/jama.2018.0245

Top