Τα τελευταία 40 χρόνια τα ποσοστά των ασθενών με παχυσαρκία έχουν σχεδόν τριπλασιαστεί παγκοσμίως. Είναι γνωστό ότι η παχυσαρκία σχετίζεται με την ανάπτυξη επιπλοκών όπως η αρτηριακή υπέρταση (ΑΥ), η δυσλιπιδαιμία (ΔΛΔ), ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 (ΣΔ2), η στεφανιαία νόσος, το αγγειακό εγκαφαλικό επεισόδιο (ΑΕΕ), και η καρδιακή ανεπάρκεια. Σχετίζεται επίσης με αυξημένο κίνδυνο θανάτου από οποιαδήποτε αιτία. Για την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας έχουν προταθεί πολλές φαρμακευτικές θεραπείες αλλά χωρίς καμία από αυτές να έχει αποδεδειγμένη καρδιαγγειακή ασφάλεια.
Στην κατεύθυνση αυτή ήρθε να συμβάλει η μελέτη CAMELIA-TIMI 61 (Cardiovascular and Metabolic Effects of Lorcaserin in Overweight and Obese Patients-Thrombolysis in Myocardial Infarction 61), στην οποία εξετάστηκε η μακροπρόθεσμη καρδιαγγειακή και μεταβολική ασφάλεια και αποτελεσματικότητα της λορκασερίνης. Η λορκασερίνη είναι ένας εκλεκτικός 2C σεροτονινεργικός αγωνιστής που επιδρά στην όρεξη, και έχει αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητα στην μείωση του βάρους σε υπέρβαρους (ΒΜΙ=25-29) ή παχύσαρκους (ΒΜΙ>30) ασθενείς. Η μελέτη αυτή πρόκειται για διπλή τυφλή τυχαιοποιημένη πολυεθνική κλινική μελέτη στην οποία εντάχθηκαν 12.000 ασθενείς από 8 χώρες, μέσης ηλικίας 64 έτη, με μέσο όρο ΒΜΙ=35, που παρακολουθήθηκαν για 3,3 έτη. Οι ασθενείς χωρίστηκαν σε δύο ομάδες εκ των οποίων η μία ελάμβανε λορκασερίνη (10mg δις ημερησίως) και η άλλη placebo. Η τυχαιοποίηση έγινε με βάση την ύπαρξη εγκατεστημένης καρδιαγγειακής νόσου ή την ύπαρξη μόνο πολλαπλών καρδιαγγειακών παραγόντων κινδύνου (ΣΔ2, ΑΥ, ΔΛΔ, και χρόνια νεφρική νόσος).
Από τα αποτελέσματα της μελέτης προέκυψε ότι η απώλεια βάρους κατά 5% όπως και κατά 10% σε ένα έτος ήταν στατιστικώς σημαντικά μεγαλύτερη στην ομάδα της λορκασερίνης (P<0.001) από την ομάδα του placebo. Επίσης, σε ένα έτος παρακολούθησης οι τιμές της συστολικής και διαστολικής πίεσης, του καρδιακού ρυθμού, της LDL, των τριγλυκεριδίων, της non-LDL χοληστερόλης, και της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης ήταν χαμηλότερες στην ομάδα της λορκασερίνης.
Ως προς τους δείκτες καρδιαγγειακής ασφάλειας, τα ποσοστά εμφάνισης όλων των μείζονων καρδιαγγειακών συμβαμάτων δεν είχαν στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ της ομάδας της λορκασερίνης και του placebo. Το ίδιο αποτέλεσμα ανεδείχθη και για κάθε μεμονωμένο σύμβαμα όπως το οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου, το ΑΕΕ, η καρδιακή ανεπάρκεια και η ασταθής στηθάγχη, τα ποσοστά επίπτωσης των οποίων δεν διέφεραν στις δύο ομάδες. Ως προς την επίπτωση του θανάτου από οποιαδήποτε αιτία όπως και την πρωτοεμφάνιση ΣΔ2 τα ποσοστά επίσης δεν διέφεραν στις δύο ομάδες.
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες που καταγράφηκαν στην ομάδα της λορκασερίνης ήταν κυρίως αίσθημα ζάλης, ναυτία, κόπωση, κεφαλαλγία, και διάρροια. Η εμφάνιση σοβαρών υπογλυκαιμικών επεισοδίων ήταν σημαντικά συχνότερη στην ομάδα της λορκασερίνης ιδίως σε ασθενείς με ΣΔ2. Η λορκασερίνη δεν έχει σημαντική διασταυρούμενη αλληλεπίδραση με άλλους υποτύπους σεροτονινεργικών υποδοχέων και γι αυτό το λόγο δεν προκαλεί εκδηλώσεις σεροτονινεργικού συνδρόμου. Η ανάπτυξη βαλβιδοπάθειας και πνευμονικής υπέρτασης που παρατηρήθηκαν δεν ήταν σε στατιστικώς σημαντικά ποσοστά.
Αποδείχθηκε λοιπόν στην μελέτη αυτή, ότι οι υπέρβαροι και παχύσαρκοι ασθενείς με εγκατεστημένη καρδιαγγειακή νόσο ή πολλούς παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου που ακολουθούσαν ήδη υγιεινοδιαιτητικές οδηγίες και έλαβαν λορκασερίνη, ωφελήθηκαν πετυχαίνοντας μεγαλύτερα ποσοστά απώλειας βάρους σε σχέση με την ομάδα placebo. Τα ποσοστά αυτά επετεύχθησαν χωρίς να συνοδεύονται από αυξημένα καρδιαγγειακά συμβάματα.
DOI: 10.1056/NEJMoa1808721