JAMA Intern Med. Published online February 27, 2017. doi:10.1001/ jamainternmed.2016.9607
Η μη αλκοολική στεατοηπατίτιδα (NASH) αναμένεται να είναι η κύρια αιτία μεταμόσχευσης ήπατος έως το 2020. Η προχωρημένη ίνωση (στάδια F3-F4) στη βιοψία ήπατος είναι ανεξάρτητος προγνωστικός παράγοντας της θνησιμότητας από όλα τα αίτια και από αυτά που σχετίζονται με την ηπατική νόσο σε ασθενείς με NASH. Δεν υπάρχει γνωστή αποτελεσματική θεραπεία για προχωρημένη ίνωση που σχετίζεται με NASH. Η θεραπεία με θειαζολιδινεδιόνη έχει μελετηθεί ευρέως σε NASH ενώ νέες τυχαιοποιημένες κλινικές μελέτες (RCTs) της αποτελεσματικότητας της έχουν ολοκληρωθεί.
Η μελέτη της συσχέτισης μεταξύ της θεραπείας με θειαζολιδινεδιόνες και της προχωρημένης ηπατικής ίνωσης σε NASH.Χρησιμοποιήθηκαν οι βάσεις δεδομένων MEDLINE, Ovid MEDLINE In-Process, Cochrane Library, EMBASE, clinicaltrials.gov, PubMed, and Scopus, από την ίδρυση της βάσης δεδομένων έως τις 15 Αυγούστου 2016. Δύο ερευνητές μελέτησαν τα δεδομένα ανεξάρτητα και εις διπλούν και βαθμολογήθηκε ο κίνδυνος μεροληψίας με τη χρήση του Cochrane Risk of Bias Tool.
Αυτή η μελέτη ανέλυσε 8 τυχαιοποιημένες μελέτες (5 με χρήση της πιογλιταζόνης και 3 με χρήση της ροσιγλιταζόνης), όπου συμμετείχαν 516 ασθενείς με ιστολογική βιοψία NASH για χρονικό διάστημα από 6 έως 24 μήνες. Οι δόσεις που χρησιμοποιήθηκαν κυμαινόταν από 4 έως 8 mg για τη ροσιγλιταζόνη και από 30 έως 45 mg για πιογλιταζόνη.
Το πρωτογενές καταληκτικό σημείο ήταν η βελτίωση της προχωρημένης ίνωσης στη βιοψία ήπατος, η οποία ορίζεται ως βελτίωση στο στάδιο ίνωσης από F3-F4 σε F0-F2. Τα δευτερογενή καταληκτικά σημεία ήταν μια βελτίωση σε ένα τουλάχιστον σημείο στην ίνωση κάθε σταδίου και την υποχώρηση της NASH. Αυτή η μετα-ανάλυση αξιολόγησε επίσης τις ανεπιθύμητες ενέργειες της θεραπείας με θειαζολιδινοδιόνες, συμπεριλαμβανομένων της αύξησης σωματικού βάρους, των οιδημάτων κάτω άκρων, της συμφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας, των καταγμάτων οστών, του καρκίνου, και της αναιμίας. Με τη χρήση των τυχαίοποιημένων μοντέλων, οι διχοτομικές μεταβλητές παρουσιάζονται ως λόγοι πιθανοτήτων (OR) με 95% CIs, και οι συνεχείς μεταβλητές παρουσιάζονται ως σταθμισμένη μέση τιμή των διαφορών με 95% CIs.
Σε όλες τις μελέτες, η θεραπεία με θειαζολιδινεδιόνες συσχετίστηκε με βελτίωση της προχωρημένης ίνωσης (OR, 3.15; 95% CI, 1.25-7.93; P = .01; I2 = 0%), της ίνωσης κάθε σταδίου (OR, 1.66; 95% CI, 1.12-2.47; P = .01; I2 = 0%), και την υποχώρηση της NASH (OR, 3.22; 95% CI, 2.17-4.79; P < .001; I2 = 0%). Οι αναλύσεις τυχαιοποιημένων μελετών στις οποίες συμμετείχαν ασθενείς χωρίς διαβήτη έδωσαν παρόμοια αποτελέσματα βελτίωσης σε προχωρημένη ίνωση (OR, 2.95; 95% CI, 1.04-10.90; P = .02; I2 = 0%), της ίνωσης κάθε σταδίου (OR, 1.76; 95% CI, 1.02-3.03; P = .02; I2 = 0%), και την υποχώρηση της NASH (OR, 3.40; 95% CI, 1.95-5.93; P < .001; I2 = 0%). Αύξηση του σωματικού βάρους και οίδημα κάτω άκρων εμφανίστηκαν συχνότερα με τη θεραπεία με θειαζολιδινεδιόνες (αρχικό σωματικό βάρος +2.70%; 95% CI, 1.96%-4.34%; P = .001). Το μικρό δείγμα των τυχαιοποιημένων μελετών δεν επέτρεψε την αξιολόγηση των πιο σοβαρών ανεπιθύμητων ενεργειών της θεραπείας με θειαζολιδινεδιόνες.
Η χρήση πιογλιταζόνης βελτιώνει την προχωρημένη ίνωση σε NASH, ακόμη και σε ασθενείς χωρίς διαβήτη. Το αν η διαπίστωση αυτή μεταφράζεται σε βελτίωση του κινδύνου για τις κλινικές εκβάσεις, απαιτεί περαιτέρω έρευνα.