(Finerenone and Cardiovascular Outcomes in Patients With Chronic Kidney Disease and Type 2 Diabetes. Circulation. 2021 Feb 9; 143(6): 540–552. doi: 10.1161/CIRCULATIONAHA.120.051898)
Τόσο η αλβουμινουρία, όσο και η μείωση του ρυθμού σπειραματικής διήθησης, αποτελούν ανεξάρτητους προγνωστικούς παράγοντες καρδιαγγειακής θνητότητας. Η φινερενόνη, ένας μη στεροειδικός, εκλεκτικός ανταγωνιστής του υποδοχέα των αλατοκορτικοειδών, μείωσε την αλβουμινουρία σε βραχυπρόθεσμες μελέτης σε ασθενείς με χρόνια νεφρική νόσο (ΧΝΝ) και Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2. Σκοπός αυτής της μελέτης (FIDELIO-DKD trial) ήταν να μελετηθεί η επίδραση της φινερενόνης στις καρδιαγγειακές και νεφρικές εκβάσεις σε ασθενείς με Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2 και ΧΝΝ, με ή χωρίς ιστορικό καρδιαγγειακής νόσου. Σε αυτή τη διπλή τυφλή μελέτη, 5734 ασθενείς με ΧΝΝ και διαβήτη τύπου 2 τυχαιοποιήθηκαν σε φινερενόνη ή placebo σε αναλογία 1:1. Κατάλληλοι ήταν όσοι ασθενείς είχαν λόγο αλβουμίνης (mg)-προς-κρεατινίνης (gr) ούρων μεταξύ 30 και 300, υπολογιζόμενο ρυθμό σπειραματικής διήθησης (eGFR) μεταξύ 25 και 60 ml ανά λεπτό ανά 1.73 m2 επιφάνειας σώματος, και διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια, ή είχαν λόγο αλβουμίνης-προς-κρεατινίνης ούρων μεταξύ 300 και 5000 (mg/gr) και eGFR μεταξύ 25 και 75 ml ανά λεπτό ανά 1.73 m2 επιφάνειας σώματος. Όλοι οι ασθενείς ελάμβαναν αγωγή με αναστολέα του άξονα ρενίνης-αγγειοτενσίνης ο οποίος πριν την τυχαιοποίηση είχε προσαρμοστεί στη μέγιστη χορηγούμενη δόση η οποία δεν προκαλεί μη αποδεκτές ανεπιθύμητες ενέργειες. Το πρωτεύον σύνθετο καταληκτικό σημείο, σε ανάλυση χρόνου-έως-το-σύμβαμα, ήταν η νεφρική ανεπάρκεια, η επίμονη μείωση του eGFR τουλάχιστον κατά 40% σε σχέση με τη βασική τιμή, ή ο θάνατος από νεφρικά αίτια. Το δευτερεύον σύνθετο καταληκτικό σημείο, σε ανάλυση χρόνου-έως-το-σύμβαμα επίσης, ήταν ο θάνατος από καρδιαγγειακά αίτια, το μη θανατηφόρο έμφραγμα του μυοκαρδίου, το μη θανατηφόρο αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, ή η νοσηλεία για καρδιακή ανεπάρκεια. Μετά από μια διάμεση περίοδο παρακολούθησης 2.6 ετών, το πρωτεύον καταληκτικό σημείο έλαβε χώρα σε 504 από τους 2833 ασθενείς (17.8%) στην ομάδα της φινερενόνης και σε 600 από τους 2841 ασθενείς (21.1%) στην ομάδα placebo (HR, 0.82; 95% CI, 0.73 – 0.93; P = 0.001). Το δευτερεύον καταληκτικό σημείο έλαβε χώρα σε 367 (13%) και 420 (14.8%) ασθενείς στις αντίστοιχες ομάδες (HR, 0.86; 95% CI, 0.75 – 0.99; P = 0.03). Συνολικά, η συχνότητα των ανεπιθύμητων ενεργειών ήταν παρόμοια στις δύο ομάδες. Η επίπτωση της διακοπής της αγωγής λόγω υπερκαλιαιμίας ήταν μεγαλύτερη με τη φινερενόνη συγκριτικά με το placebo (2.3% και 0.9%, αντίστοιχα). Συμπερασματικά, σε ασθενείς με ΧΝΝ και διαβήτη τύπου 2, η αγωγή με φινερενόνη οδήγησε σε χαμηλότερο κίνδυνο προόδου της ΧΝΝ και καρδιαγγειακά συμβάματα συγκριτικά με το placebo.Τα περιορισμένα οφέλη όσον αφορά τα εγκεφαλικά επεισόδια μάλλον αποδίδονται στα εξίσου περιορισμένα αποτελέσματα της φινερενόνης στην αρτηριακή πίεση. Η μεγαλύτερη καρδιαγγειακή προστασία της φινερενόνης σε σχέση με την επλερενόνη αποδίδεται στην ισχυρότερη αντιφλεγμονώδη και αντι-ινωτική της δράση. Τα μεγαλύτερα οφέλη σε ασθενείς με ήδη γνωστό ιστορικό καρδιαγγειακής νόσου πιθανόν αποδίδονται στο μεγαλύτερο επιπολασμό υπεραλδοστερονισμού μεταξύ αυτών των ασθενών, όπως και στην πιθανά μεγαλύτερη βλαπτική επίδραση της υπερ-ενεργοποίησης του αλατοκορτικοειδικού υποδοχέα σε ασθενείς με ήδη πάσχον αγγειακό δίκτυο.