Δεδομένου του ότι σε έως τώρα καταγραφές ο κίνδυνος εμφάνισης αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου έχει υπολογιστεί σε περιορισμένο αριθμό επιλεγμένων ασθενών, ο σκοπός της συγκεκριμένης μελέτης ήταν να υπολογιστεί ο κίνδυνος αυτός σε επίπεδο εθνικό, ευρύτερων γεωγραφικών περιοχών αλλά και παγκοσμίως. Η εκτίμηση της εμφάνισης μιας ασθένειας κατά τη διάρκεια της ζωής ενός ατόμου, ορίζεται ως η αθροιστική πιθανότητα εμφάνισης της ασθένειας σε ένα άτομο συγκεκριμένης ηλικίας και φύλου κατά τη διάρκεια του υπόλοιπου της ζωής του, αφού ληφθεί υπόψιν ο υπολογισμός των υπόλοιπων-εκτός της συγκεκριμένης ασθένειας-αιτιών θανάτου.
Ως προς τις μεθόδους, χρησιμοποιήθηκε μία μελέτη εκτίμησης της παγκόσμιας βαρύτητας νοσημάτων (Global Burden of Disease-GBD) του 2016 από την οποία αντλήθηκαν δεδομένα για την επίπτωση των εγκεφαλικών επεισοδίων καθώς και για τον κίνδυνο επίπτωσης θανάτου από άλλες αιτίες εκτός των εγκεφαλικών, με στόχο να υπολογιστεί ο σχετικός κίνδυνος εμφάνισης του πρώτου εγκεφαλικού κατά τη διάρκεια της ζωής ενός ατόμου. Οι τύποι των εγκεφαλικών που περιελήφθηκαν ήταν οι δύο μεγάλες κατηγορίες, δηλ. ισχαιμικά και αιμορραγικά, ενώ στα αιμορραγικά περιελήφθη η ενδοεγκεφαλιή αιμορραγία και η αυτόματη υποαραχνοειδής αιμορραγία. Ο πληθυσμός της μελέτης ήταν ενήλικες άνω των 25 ετών, ενώ στις περισσότερες μελέτες έως τώρα η ηλικία του υπό μελέτη πληθυσμού ήταν άνω των 45 ετών. Συγκρίθηκαν τα αντίστοιχα δεδομένα ανάμεσα στα έτη 1990 και 2016. Οι χώρες κατηγοριοποιήθηκαν σε πεμπτημόρια του κοινωνικοδημογραφικού δείκτη (sociodemographic index-SDI) που χρησιμοποιήθηκε στη μελέτη GBD (χώρες υψηλού, υψηλού-μεσαίου, μεσαίου, μεσαίου-χαμηλού,και χαμηλού επιπέδου ανάπτυξης).
Από τα δεδομένα αυτά προέκυψαν τα παρακάτω αποτελέσματα. Ο εκτιμώμενος παγκόσμιος κίνδυνος εμφάνισης εγκεφαλικού ήταν 24,9% (95% διάστημα εμπιστοσύνης, 23,5-26,2). Ως προς το φύλο ο κίνδυνος στους άντρες ήταν 24,7%, και στις γυναίκες 25,1%, διαφορά που δεν ήταν στατιστικά σημαντική σε παγκόσμιο επίπεδο, ενώ σε επίπεδο περιφερειακό ή σε επίπεδο χωρών καταγράφηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα. Ο κίνδυνος ισχαιμικού εγκεφαλικού επεισοδίου ήταν 18,3%, και ο κίνδυνος αιμορραγικού ήταν 8,2%. Το άθροισμα του κινδύνου ισχαιμικού και αιμορραγικού εγκεφαλικού επεισοδίου, ήταν μεγαλύτερο από τον συνολικό κίνδυνο εγκεφαλικού, διότι είναι δυνατόν σε έναν ασθενή να εμφανιστούν και οι δύο υπότυποι κατά τη διάρκεια της ζωής.
Σε χώρες υψηλού κοινωνικοδημογραφικού δείκτη (SDI) ο κίνδυνος ήταν 23,5%, ενώ σε χώρες υψηλού-μετρίου αντίστοιχου δείκτη SDI ήταν 31,1% (ο υψηλότερος κίνδυνος) και σε χώρες χαμηλού δείκτη ήταν 13,2% (ο χαμηλότερος κίνδυνος). Το γεγονός ότι οι χώρες του χαμηλότερου επιπέδου ανάπτυξης είχαν τα χαμηλότερα ποσοστά κινδύνου για εγκεφαλικό οφείλεται στο ότι στις χώρες αυτές υπερέχουν άλλες αιτίες σημαντικής νοσηρότητας.
Ο υψηλότερος εκτιμώμενος κίνδυνος εγκεφαλικού ήταν στην ανατολική Ασία (38,8%) από όπου στην Κίνα παρατηρήθηκε το μεγαλύτερο ποσοστό. Στην κεντρική Ευρώπη το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 31,7% και στην ανατολική Ευρώπη 31,6%, ενώ το χαμηλότερο ποσοστό κινδύνου υπολογίστηκε στην ανατολική υποσαχάρια Αφρική (11,8%).
Ως προς την ηλικία, παρατηρήθηκε μείωση του κινδύνου με την αύξηση της ηλικίας, για το λόγο ότι στις μεγαλύτερες ηλικίες υπερισχύουν άλλες αιτίες νοσηρότητας και θανάτου. Κατόπιν σύγκρισης δεδομένων ανάμεσα στο 1990 και το 2016, συγκριτικά με το 1990, το 2016 ο μέσος παγκόσμιος κίνδυνος εγκεφαλικού αυξήθηκε από 22,8% σε 24,9%, με σχετικό ποσοστό αύξησης 8,9%. Μεγαλύτερη αύξηση καταγράφηκε στους άντρες σε σχέση με τις γυναίκες, ενώ ως προς τον τύπο του εγκεφαλικού, μεγαλύτερη αύξηση παρατηρήθηκε στα ισχαιμικά σε σχέση με τα αιμορραγικά εγκεφαλικά.
Αρκετά από τα αποτελέσματα της μελέτης αυτής ως προς τον εκτιμώμενο κίνδυνο εγκεφαλικού σε κάθε χώρα, έρχονται σε συμφωνία με αυτά από εγχώριες μελέτες, και δείχνουν παρόμοια ή και υψηλότερα ποσοστά κινδύνου.
Ο προσδιορισμός του κινδύνου εμφάνισης εγκεφαλικού σε ευρεία κλίμακα καθώς και οι σχετικές συγκρίσεις μεταξύ φύλων, ηλικιακών ομάδων, χωρών και διαφορετικών δεκαετιών είναι απαραίτητος για τον μακροπρόθεσμο σχεδιασμό των συστημάτων υγείας, καθώς και για την εξέλιξη των μέτρων πρόληψης σε κάθε χώρα.
N Engl J Med 2018;379:2429-37. DOI: 10.1056/NEJMoa1804492