Η ακρίβεια στην διάγνωση του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 (ΣΔ2) είναι σημαντική για την κλινική πράξη. Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες (από ADA και WHO), η διάγνωση βασίζεται σε 1 από τις 3 μεθόδους ανεύρεσης γλυκαιμίας: την γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη (HbA1c), την γλυκόζη νηστείας και την γλυκόζη πλάσματος 2 ώρες μετά την από του στόματος δοκιμασία ανοχής στην γλυκόζη (OGTT). Συστήνεται επίσης μια παθολογική τιμή να επιβεβαιώνεται με δεύτερη μέτρηση σε σύντομο χρονικό διάστημα με σκοπό να μειωθούν τα ποσοστά των ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων. Σε ό,τι αφορά την δοκιμασία επιβεβαίωσης, η ADA δεν συστήνει κάποια συγκεκριμένη αλλά προτείνει ότι αν τα αποτελέσματα δύο διαφορετικών δοκιμασιών δεν συμφωνούν, να επαναλαμβάνεται η δοκιμασία που είχε το παθολογικό αποτέλεσμα σε μια επόμενη επίσκεψη. Είναι φανερό ότι με αυτόν τον τρόπο όχι μόνο αυξάνεται το κόστος και η δυσανεξία του ασθενούς, αλλά καθυστερεί και σημαντικά η διάγνωση του διαβήτη. Στην κλινική πράξη είναι συχνό να πραγματοποιούνται δύο διαφορετικές δοκιμασίες συγχρόνως (πχ Hba1c και γλυκόζη νηστείας) στο ίδιο δείγμα αίματος και ως εκ τούτου, τίθεται το ερώτημα για το αν μπορεί αυτή η μέθοδος να χρησιμοποιηθεί τόσο για screening όσο και για επιβεβαίωση του ΣΔ2.
Σε μια προσπάθεια να απαντηθεί αυτό το ερώτημα, οι Selvin και συνεργάτες σχεδίασαν μια μελέτη για την προγνωστική δυνατότητα της μεθόδου των δύο διαφορετικών δοκιμασιών στο ίδιο δείγμα αίματος να ανιχνεύσει μελλοντικό κίνδυνο για διάγνωση ΣΔ2 και τις επιπλοκές του. Χρησιμοποίησαν τα δεδομένα από την ARIC (Atherosclerosis Risk in Communities), μια επιδημιολογική προοπτική μελέτη με δείγμα 15000 Αμερικάνους ηλικίας 45 έως 64 ετών. Ως baseline θεωρήθηκε η 2η επίσκεψη του πληθυσμού όπου μετρήθηκαν η γλυκόζη νηστείας και η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη από το ίδιο δείγμα αίματος. Από τους συμμετέχοντες (13.348) οι 978 είχαν τουλάχιστον μία δοκιμασία παθολογική. Από αυτούς, το 39,2% είχε και τις δύο δοκιμασίες παθολογικές (επιβεβαιωμένος-μη διαγνωσμένος ΣΔ2) , ενώ το 60,8% είχε μόνο μία εκ των δύο (μη επιβεβαιωμένος-μη διαγνωσμένος ΣΔ2).
Τα αποτελέσματα τους έχουν ως εξής: η μέθοδος των δύο συγχρονων δοκιμασιών είχε μέτρια ευαισθησία (54,9%) αλλά υψηλή ειδικότητα (98,1%) για την ανεύρεση ασθενών που διαγνώσθηκαν με ΣΔ2 τα επόμενα 5 έτη της παρακολούθησης, με την ειδικότητα να αγγίζει το 99.6% στα 15 έτη παρακολούθησης. Η θετική προγνωστική αξία του ορισμού του επιβεβαιωμένου ΣΔ2 (δύο δοκιμασίες παθολογικές) υπολογίστηκε στο 88.7% για την διάγνωση ΣΔ2 τα επόμενα 15 έτη σε σύγκριση με την θετική προγνωστική αξία του ορισμού του μη επιβεβαιωμένου ΣΔ2 (μία μόνο δοκιμασία θετική) που υπολογίστηκε στο 71.7%. Επιπρόσθετα, η προσαρμοσμένη αθροιστική 5ετής και 15ετης επίπτωση του ΣΔ2 ήταν σημαντικά υψηλότερη στα άτομα με δύο θετικές δοκιμασίες σε σχέση με τα άτομα που είχαν μία θετική. Τέλος φάνηκε ότι οι δύο θετικές δοκιμασίες σχετίζονταν ισχυρότερα με τον καρδιαγγειακό κίνδυνο και την περιφερική αρτηριοπάθεια από την μία μόνο θετική δοκιμασία.
Η συγκεκριμένη μελέτη, παρά το μεγάλο δείγμα υπόκειται σε κάποιους περιορισμούς. Αρχικά, η baseline μέτρηση της μελέτης ορίστηκε όταν ο πληθυσμός της ARIC ήταν ήδη στα 3 με 5 έτη παρακολούθησης. Επίσης, (δεδομένου ότι στην ARIC μετρούσαν την γλυκόζη αίματος ανά 5 έτη), η προσπάθεια να διερευνηθεί κατά πόσο η διαγνωστική ακρίβεια της μεθόδου των δοκιμασιών από το ίδιο δείγμα αίματος προσομοιάζει αυτή της επιβεβαιωτικής δοκιμασίας σε επόμενη επίσκεψη θα έπρεπε να χρησιμοποιεί μια επιβεβαιωτική δοκιμασία σε πολύ πιο σύντομο χρονικό διάστημα. Ακόμα, δεν είναι γνωστό αν τα δεδομένα αυτά μπορούν να γενικευθούν σε άλλους πληθυσμούς, πλην των Αμερικάνων 45-64 ετών, με διαφορετική επίπτωση ΣΔ2. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι ενώ στην μέθοδο των δύο δοκιμασιών από το ίδιο δείγμα η HbA1c και η γλυκόζη νηστείας συμφωνούσαν περίπου στο 40%, υπολογίστηκε ότι με την επανάληψη της γλυκόζης νηστείας σε επόμενη μέτρηση η συμφωνία έφτανε το 70%, γεγονός που σημαίνει ότι η μέθοδος που προτείνεται από τον Selvin μπορεί να μην διαγνώσει ένα μεγάλο αριθμό ατόμων με ΣΔ2.
Συμπερασματικά, η μέθοδος που προτείνουν οι Selvin και συνεργάτες, σε μια προσπάθεια να απλοποιηθεί περαιτέρω η διάγνωση του ΣΔ2 μοιάζει δελεαστική αλλά θα πρέπει να αναπαραχθεί και σε άλλους πληθυσμούς προτού εφαρμοσθεί στην κλινική πράξη.
Βιβλιογραφία
K.M. Venkat Narayan, Ram Jagannathan. Two in One: Diagnosing Type 2 Diabetes With Single-Sample Testing. Ann Intern Med. doi:10.7326/M18-1477