Diabetologia. 2016 Nov;59(11):2298-307.
Ο σκοπός της συγκεκριμένης εργασίας ήταν να μελετήσει την πιθανή μακροπρόθεσμη επίδραση στην αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης καθώς και στο συνολικό χρονικό διάστημα χωρίς καρδιαγγειακή νόσο ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 (ΣΔτ2) και μικρολευκωματινουρία μετά από 7,8 έτη πολυπαραγοντικής εντατικής παρέμβασης.
Η αρχική παρέμβαση αφορούσε 160 ασθενείς με ΣΔτ2 και μικρολευκωματινουρία με μέση διάρκεια θεραπείας τα 7,8 έτη. Οι ασθενείς τυχαιοποιήθηκαν (με τη μέθοδο του κλειστού φακέλου) είτε να ακολουθήσουν τη συμβατική είτε την εντατική-πολυπαραγοντική αντιμετώπιση, η οποία θα περιλάμβανε εκτός από την φαρμακευτική και συμπεριφοριστική παρέμβαση. Μετά από 7,8 χρόνια η μελέτη συνεχίστηκε ως μελέτη παρατήρησης στην οποία παρακολουθήθηκαν όλα τα άτομα που έλαβαν θεραπεία σύμφωνα με την αρχική ομάδα παρέμβασης. 21,2 έτη μετά από την αρχική παρέμβαση το πρωτεύον τελικό σημείο ήταν η διαφορά σε μέση διάρκεια επιβίωσης μεταξύ της αρχικής των αρχικών ομάδων παρέμβασης με ή χωρίς επεισόδια καρδιαγγειακής νόσου.
Από την ανάλυση των αποτελεσμάτων 38 ασθενείς από την ομάδα της εντατικής παρέμβασης έναντι 55 ασθενών από την ομάδα της συμβατικής παρέμβασης πέθαναν κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης {HR 0,55 (95% CI 0,36, 0,83), p=0,005}. Οι ασθενείς της ομάδας που ακολούθησε την εντατική θεραπεία εμφάνισε μεγαλύτερο προσδόκιμο επιβίωσης κατά 7,9 έτη συγκρινόμενη με την ομάδα της συμβατικής αγωγής. Η διάμεση χρονική διάρκεια πριν την εμφάνιση του πρώτου καρδιαγγειακού συμβάματος μετά την τυχαιοποίηση ήταν 8,1 έτη μεγαλύτερη στην ομάδα που έλαβε την εντατική παρέμβαση (p=0,001). Ο κίνδυνος για το σύνολο των μικροαγγειοπαθητικών επιπλοκών μειώθηκε στην ομάδα της εντατικής θεραπείας μεταξύ 0,52-0,67 με εξαίρεση την περιφερική νευροπάθεια (HR: 1,12).
Συμπερασματικά, μετά από 21,2 έτη παρακολούθησης ασθενών με ΣΔτ2 και μικρολευκωματινουρία, οι οποίοι για 7,8 χρόνια είχαν προηγουμένως λάβει εντατική-πολυπαραγοντική αντιμετώπιση, φάνηκε μία μέση αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης κατά 7,9 έτη. Η παρατηρηθείσα αύξηση στη διάρκειας ζωής των ατόμων προέκυψε εφόσον είχε ληφθεί υπόψιν και το χρονικό διάστημα που ήταν τα άτομα ελεύθερα καρδιαγγειακής νόσου.